- φαινομένοις
- φαίνωA ren.pres part mp masc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ASTROLOGI seu Chaldaei Assyriis — quales Aegyptiis Sacerdotes Clemens, l. 1. Strom. ubi de Astrica Philosophia ac Fatidica: Προέςτησαν δὲ αὐτῆς Αἰγυπτίων δὲ οἱ προφῆται, καὶ Α᾿ςςυρίων οἱ Χαλδαῖοι καὶ Γαλατῶν οἱ Δρυίδαι. Quâ arte Berosus inprimis claruit. Plin. l. 7. c. 37.… … Hofmann J. Lexicon universale
παρυφίστημι — ΜΑ [υφίστημι] 1. τοποθετώ κάτι δίπλα σε κάτι άλλο ή σε αντιδιαστολή με κάτι άλλο (τῆ γὰρ ἀληθείᾳ παρυφίστησιν ἀεὶ τὴν ἀπάτην ὁ διάβολος, Ιω. Χρ.) 2. μέσ. παρυφίσταμαι υπάρχω εξαρτημένος από κάτι άλλο («τὰ παρυφιστάμενα τοῑς φαινομένοις ἄδηλα»,… … Dictionary of Greek
συμφωνία — (Μουσ.). Σύνθεση κατά κανόνα ενόργανη, που καμιά φορά όμως δέχεται και την ανάμειξη της ανθρώπινης φωνής (σολίστ και χορωδία). Ο όρος συμφωνία κατέληξε στη σημερινή του έννοια έπειτα από μεγάλη ποικιλία εκδοχών. Στην κλασική εποχή σήμαινε, από… … Dictionary of Greek
συννέφω — και αττ. τ. ξυννέφω Α 1. συγκεντρώνω νέφη, καλύπτω με σκοτεινιά (α. «τοῑς ἐπὶ τῶν λύχνων φαινομένοις μύκησι συγχεῑσθαι καὶ συννέφειν τὸ περιέχον», Πλούτ. β. «Ζεὺς ξυννέφει», Αριστοφ.) 2. απρόσ. συννέφει ο καιρός γίνεται νεφελώδης, έχει συννεφιά… … Dictionary of Greek
σύμφωνος — η, ο / σύμφωνος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφωνος Α 1. μουσ. (για φωνή ή ήχο) αρμονικός 2. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία, σε ακολουθία με κάποιον ή με κάτι («ὁ βίος σύμφωνος τοῑς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με… … Dictionary of Greek